- αναδασωτής
- ο (θηλ. -ώτρια) [αναδασώσω]αυτός που αναλαμβάνει ή εκτελεί την αναδάσωση, που φυτεύει δέντρα σε αποψιλωμένους χώρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδασώνω — 1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος 2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τόν μετατρέψω σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δασώνω. ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση,… … Dictionary of Greek